Thursday, September 28, 2006

..Κοίτα να δεις που ταλαντεύμαι μεταξύ των άκρων για να σταθεροποιειθώ στο προσωπικό μου μέτρο..!

Thursday, September 07, 2006

Εικόνες και παραστάσεις αιχμάλωτες της μνήμης. Λάφυρα που καταχωνιάζονται, απομεινάρια που αναδύονται, προσχήματα που στοιχιώνουν. Θύμησες μια πρότερης εποχής που έμελε να αναδιπλώνεται στο χώρο και στο χρόνο, σα σπείρα που χορεύει, δίχως τέλος, δίχως αρχή, που μονάχα κινείται, μονάχα ζεί.
Τελικά τα αεροδρόμια εχουν πλάκα! Οι στιγμές που εξελίσσονται και οι εικόνες που συμπηκνώνουν συγκεντρώνουν όλη τη γκάμα της ανθρώπινης συναισθηματικής δυναμικής. Άνθρωποι έρχονται και άνθρωποι φέυγουν. Ανθρωποι χαίρονται και άνθρωποι λυπούνται. Πιτσιρίκια που χαχανίζουν, τρέχουν, παίζουν, πότε-πότε ενοχλούν κιόλας. Όλες οι γλώσσες και όλες μούρες του κόσμου σε μια σύχρονη Βαβέλ από την οποία όλοι προσπαθούν να φύγουν και ν’απλωθούν σε όλες τις γωνιές του κόσμου.
Μ’αρέσει να χαζεύω τον κόσμο στα αεροδρόμια. Φοράω τα γυαλιά μου, τη μάσκα μου, και το βλέμμα, δίχως να φοβάται μην ενοχλήσει, γίνεται αδηφάγο.....
Hθοποιός σημαίνει φως

Ο Ηλίας είχε φτάσει τα 56..αισίως, σκέφτηκε και γέλασε δυνατά. Είχε επιβιώσει ενός διαζυγίου, μιας θεατρικής πορείας που δεν κορυφώθηκε ποτέ, του γονεϊκού ρόλου που τον είχε μπερδέψει με αυτόν του επισκέπτη και ενός εγκεφαλικού. Τα τελευταία χρόνια είχε εγκατασταθεί στο πατρικό του. Οι δουλειές λίγες, εποχιακές, και δεν πλήρωναν καλά. Η Αθήνα πια ήταν εκτός προϋπολογισμού. Και το ουίσκυ είχε ακριβύνει πολύ στα μπαρ των Εξαρχείων και του Κολωνακίου που συνήθιζε να συχνάζει. Θυμόταν τα βράδια στο «Ράδιο» να σκαρώνει στιχάκια και το «Χαμόγελο της Τζοκόντα» να πλαισιώνει την απαγγελία του. Όλοι οι φίλοι, γενιά του Πολυτεχνείου, «baby boomers», τριγύρω, να εξακολουθούν να ψάχνουν την άκρη, να επιδιώκουν την υπέρβαση που μεγαλοφώνως υποσχέθηκε η γενιά τους μα που ποτέ δεν κατάφεραν και που ποτέ δεν έπαψε να τους κατατρέχει.
Τα τέλη της δεκαετίας του ’90 σήμαναν και το τέλος μιας παρατεταμένης, ομολογουμένως, μετεφηβείας του Ηλία που συμπλήρωνε πια μισό αιώνα ζωής. Και πόσα είχε να θυμάται, μα και πόσα είχε ξεχάσει γιατί ο Ηλίας εκτός από καλός ηθοποιός ήταν και καλύτερος πότης. Μόνο που χρόνια τώρα ήταν κυρίως πότης. Ένιωθε τη καθημερινότητα σιγα-σιγά να μην του ανήκει. Δεν είχε καταλάβει όμως πως εκείνος ήταν που την είχε παραδώσει ανευ όρων στη φαντασίωση..στη μέθη. Εξάλλου η φαντασίωση ήταν ένα εργαλείο στο θέατρο και είχε εκπαιδευτεί να καταφεύγει με μεγάλη ευκολία σε αυτή. Όσο για τη μέθη, εργαλείο είχε γίνει και αυτή για το θέατρο του παραλόγου της ζωής. Μια σκληρή πραγματικότητα που δεν χωρούσε τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τις προσδοκίες, το ταλέντο μα και τη δυσκινησία, προσωπική και όχι μόνο. Μια πραγματικότητα που στάθηκε στεγνή και παγερή απέναντι στο φώς εκείνου που «ποιεί ήθος». Αναρωτιόταν συχνά μήπως το φως του δεν ήταν αρκετά δυνατό, μα ήξερε πως στις σοβαρότερες ερωτήσεις δεν έχει κανείς να δώσει μία και μόνη απάντηση, και έπινε ένα ουίσκυ ακόμη.
-Γιώργο, έλεγε συχνά στο φίλο του, θα τα μαζέψω μια μέρα όλα τα χαρτιά και τις χαρτοπετσέτες, όλες τις σκόρπιες σκέψεις και τα ζεστά λογάκια και θα τα πάω στον Καστανιώτη. Να δεις, θα δικαιώθώ, σκεφτόταν από μεσα του..
-...Παναιγιάλειος! απαντούσε ο Γιώργος ενώ αυτό που εννούσε ήταν: φοβάμαι μη μου πάθεις, φίλε μου αγαπημένε...
Και με τη φαντασίωση να συμμαζεύει τ’ανεκπλήρωτα περνούσε ο καιρός. Και όταν ο καιρός πέρασε και ο Ηλίας ξέμεινε απο δουλειά, φώς, νερό, τηλέφωνο και ουίσκυ, ο Ηλίας αφησε τη γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια και γύρισε στο χωριό. Ο χρόνος και ο πόνος τον άφησαν με λιγότερα εγκεφαλικά κύτταρα αλλά ο Ηλίας δεν κατάφερε να αφήσει και εκείνος με τη σειρά του το ουίσκυ. Ο Ηλίας κατέφυγε σ’έναν ατέρμονο μονόλογο για να παραθέσει ό,τι απέμενε από τη ζωή του, ένα μονόλογο που έγραφε, πρωταγωνιστούσε, σκηνοθετούσε και παρακολουθούσε μοναχά εκείνος. Δεν περιμένε πια την υπέρβαση που ήξερε πως δεν θα ερχόταν ποτέ. Είχε αποφασίσει να κάνει τη μεγάλη έξοδο μιας και η μεγάλη έισοδος δεν έγινε ποτέ. Είπιε κι άλλο ουίσκυ και μετά έφυγε μακρυά....

Στο καλό Ηλία......