Saturday, December 06, 2008
Saturday, November 29, 2008
Sunday, November 23, 2008
ΠΑΡΑΔΟΞΑ (Ελευθεροτυπία, 23/11/08)
Επιτυχία και ανακύκλωση
Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ
Θα ξανακούσουμε το όνομα του Τζων Μακέιν; Στις ΗΠΑ, το συμπέρασμα ότι οι κερδισμένοι και οι χαμένοι ανήκουν σε ριζικά διαφορετικούς κόσμους διαψεύδεται σπανίως. Εφόσον το παιγνίδι ανάγεται, τρόπον τινά, στην ίδια την ενδόμυχη τάξη του Εθνους, η πολιτογράφηση ενός ανθρώπου στο ένα ή το άλλο μητρώο έχει αμετάκλητο χαρακτήρα και τον συνοδεύει μέχρι τον τάφο - αρκετές φορές μάλιστα πέραν του τάφου, όπως το δείχνουν οι απειράριθμες ταινίες φρίκης. Παρεμπιπτόντως, δεν θα βρούμε ούτε ένα αμερικάνικο φιλμ που να μη διαπραγματεύεται, άμεσα ή έμμεσα, συνήθως άμεσα, το ζήτημα της επιτυχίας σαν το όριο όπου εξαντλείται η ατομική περιπέτεια. Για την ηθική ενός λαού κατεξοχήν αυτοδημιούργητου, κανένα θέμα δεν είναι περισσότερο φλέγον. Αναπόφευκτα, λατρεύουν τον κερδισμένο όχι ως φορέα ενός προνομίου αλλά ως εκπρόσωπο μιας αμιγούς ανθρωπολογικής κατηγορίας. Σε περίπτωση στραβοπατήματος, τον περιμένει οριστική εξαφάνιση από προσώπου γης - εξαφάνιση με τη δαρβινική σημασία της λέξης.
Ετσι, ο τρόμος που αισθάνονται τα άτομα σ' αυτό το θανάσιμα ανταγωνιστικό περιβάλλον επιστρέφει και κεραυνοβολεί τον χαμένο διά της συσσωρευμένης απέχθειας των διπλανών του. Το κακό κύτταρο αποβάλλεται ακαριαία. Δεν υφίσταται μισοαποτυχημένος, δεν νοείται μέση οδός ή συμβιβασμός: ή θα νικήσεις ή θα αφανισθείς. Στον ίλιγγο απ' την αιώρηση του ζαριού που περιστρέφεται στον αέρα, η αυτοκτονία εκείνου που θα χάσει τη δουλειά του παραμένει ένα απ' τα ενδεχόμενα. Το αποτέλεσμα δεν ανέχεται ούτε την επιείκεια ούτε τις αμφισημίες. Δεν έχεις το περιθώριο να τα «μπαλώσεις». Απ' αυτή την άποψη, η κρίση στη φαντασιακή οικονομία είναι 100% πραγματική.
Τον άκαμπτο χαρακτήρα του διλήμματος προασπίζεται η ίδια η δομή ενός κοινωνικού μοντέλου θεμελιωμένου στην ιδέα ότι ο κερδισμένος είναι, πριν απ' οτιδήποτε άλλο, αναγνωρίσιμος πέραν πάσης αμφιβολίας, μέσω ενός πλέγματος συμβόλων, συμπεριφορών, ανακλαστικών κτλ. Εμφανίζεται πάντοτε, μεγαλοπρεπώς, σαν ένα ζωικό είδος στην καθαρή του μορφή. Απ' την άλλη, καθώς η λεγόμενη επαγγελματική σταδιοδρομία προωθείται στην κόψη του ξυραφιού των καθημερινών εντάσεων, η μετρούμενη αποδοτικότητα απειλείται με εκμηδένιση από λεπτό σε λεπτό, εφόσον ο ανταγωνισμός, δηλαδή η ροπή που εμψυχώνει αυτή την προώθηση, πιέζει αφόρητα ώστε να επανεπενδύονται τα κεκτημένα στην αγορά δίχως την ελάχιστη ανάπαυλα. Παραδόξως λοιπόν ο επιτυχημένος συγκροτείται ως στερεότυπο ειδικά στον βαθμό που το κύρος του είναι εν δυνάμει εφήμερο και υποβάλλεται διαρκώς σε κάθε λογής τεστ.
Ασφαλώς, μια τέτοια κοσμοθεώρηση δεν εξηγεί το γιατί πρέπει κανείς απαραιτήτως να κοιτάζει προς την κορυφή αν το κόστος είναι τόσο βαρύ. Ακόμη και οι συναισθηματικές όψεις της εμπειρίας συντονίζονται μ' έναν τύπο ρεαλιστικής απόφασης απ' την οποία θα εξαρτηθεί η επίσπευση ή η καθυστέρηση μιας τρόπος του λέγειν προαγωγής. Εκεί όπου τα πάντα συνιστούν εργασία, δεν υπάρχει επιθυμία που ο χειρισμός της να μη διαπερνά τη διεκδίκηση μιας επιχειρησιακής ωφέλειας. Ετσι, τα πάθη έχουν υποβαθμιστεί σε απλά σφάλματα που η ζωή τα παρακάμπτει, όπως κάνει το πρόγραμμα του υπολογιστή όταν σκοντάφτει στις ατέλειες του λογισμικού. Μαζί, η ζωή παρακάμπτει και το ταλαίπωρο υποκείμενο, που πιθανόν να καταλήξει στην ανακύκλωση με τους αστέγους των υπονόμων.
Εν ολίγοις, η απαράβατη λογική χειραγώγησης του επαγγελματικού πεπρωμένου εμπνέει όλες τις δραστηριότητες αδιακρίτως, π.χ. αυτές του ερωτευμένου που πολιορκεί τον άλλο από ραντεβού σε ραντεβού. Οσο για την υποχρέωση του μικρού αγοριού να κερδίσει το χαρτζιλίκι του κουρεύοντας το γκαζόν του γείτονα προκειμένου να εξοφλήσει στον μπαμπά ένα δάνειο δέκα δολαρίων, ενώ δεν παύουν να του θυμίζουν ότι το ίδιο θα έκανε στην ηλικία του και ο Αϊζενχάουερ, εκφράζει την ενδοοικογενειακή εκδοχή μιας αρχαϊκής βίας, η οποία επιτρέπει την επιβίωση μόνον σ' εκείνον που θα στηριχτεί αποκλειστικά στις δικές του αντοχές, σαν τον λύκο της ασιατικής στέπας. Το ονομάζουν «αυτάρκεια».
Στο μεταξύ, ο κερδισμένος δεν παύει ούτε για κλάσμα του δευτερολέπτου να απειλείται απ' τις υπονομευτικές βλέψεις των άλλων, που είναι τόσο περισσότερο φονικές όσο ψηλότερα εκείνος στέκεται. Δεύτερο παράδοξο: για να ανακουφίσει αυτό το άγχος, η Αμερική, ως «χώρα των ευκαιριών», περιβάλλει τον θρύλο της επιτυχίας με τον μυστικισμό των τυχερών παιγνιδιών, σε πείσμα του δόγματος που συσχετίζει ευθέως την επαγγελματική αναρρίχηση με την ικανότητα, και προσποιείται, ξαφνικά, ότι συμφωνεί πως η άνοδος είναι, ταυτόχρονα, μοιραία. Διά μαγείας, η σωστή κίνηση στο κατάλληλο timing γοητεύει τάχα τη μοίρα και της αποσπά τη συγκατάθεση. Αν οι Κινέζοι πίστευαν κάποτε πως «η τύχη αποτελεί ικανότητα», μια καρικατούρα αυτής της πίστης επιτρέπει σήμερα στους Αμερικάνους να σκέφτονται πως ο κερδισμένος δεν γίνεται παρά να κερδίζει. Οντως, υπό μίαν έννοια, εάν δεν κέρδιζε δεν θα υπήρχε καν.
Συνεπώς, ο ήδη επιτυχημένος πατέρας θα πρέπει τώρα να επικαλεστεί μιαν ιδανική κληρονομικότητα, της οποίας το εκπαιδευτικό προσωπείο ισοδυναμεί με τον χυδαίο προσηλυτισμό των παιδιών στην αντίληψη ότι το να γεννιέσαι αθλητής ή επιχειρηματίας και το να γίνεσαι τέτοιος είναι καταστάσεις αντίθετες και, συνάμα, ταυτόσημες. Η έκρηξη ενδιαφέροντος γύρω απ' τις επιστήμες του DNA παρηγορεί, ακριβώς, την παραπάνω αντίφαση, διότι το DNA είναι ένας πρωτογενής αντικειμενικός καθορισμός και, την ίδια στιγμή, ένας μηχανισμός στον οποίο εξασφαλίσαμε πρόσβαση και ο οποίος, επομένως, μπορεί να επιδιορθωθεί, να βελτιωθεί, να αντιγραφεί και, φυσικά, να πουληθεί. Ετσι εξηγείται επίσης, αλλά και δικαιολογείται, η ρατσιστική περιφρόνηση απέναντι στον χαμένο, αφού ο τελευταίος, εξ υποθέσεως άνευ ελπίδας, δεν μπορεί παρά να χάνει αιωνίως. Μαζί, χάνει και το δικαίωμα να κατηγορήσει οποιονδήποτε και οτιδήποτε πλην του εαυτού του. Η ήττα βρίσκεται σε θέση ματ· της απαγορεύουν να εφεσιβάλλει και την κρατούν μακριά απ' τη συμπόνια ώστε να προεξοφλεί παραπλανητικά τη ζημία της συνολικής ήττας μιας κοινωνίας που έπαψε να είναι ανθρώπινη.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η κοινωνία εξιλεώνεται με το να σκηνοθετεί συλλογικές προσπάθειες (εθελοντισμός, προεκλογικές εκστρατείες κ.λπ.), οπότε δέχεται επίσης να τιμήσει, ενίοτε, τους χαμένους σε επίπεδο κορυφής αλλά κι εκεί ακόμη οφείλεις να είσαι, τουλάχιστον, ο χαμένος υπ' αριθμόν 1. Περιμένουν πλέον όλοι να δουν τι θα απογίνει η Χίλαρι - Πρόεδρος σε οκτώ χρόνια, Αντιπρόεδρος σε τέσσερα, Πρόεδρος της Γερουσίας από τον Φεβρουάριο; Μεγάλη αναστάτωση στα δημοσιογραφικά επιτελεία: 28 κατασκευαστές πλυντηρίων θα δώσουν την τελική μάχη με τους λεκέδες που άφησε στο χαλί η Λεβίνσκυ.
Επιτυχία και ανακύκλωση
Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ
Θα ξανακούσουμε το όνομα του Τζων Μακέιν; Στις ΗΠΑ, το συμπέρασμα ότι οι κερδισμένοι και οι χαμένοι ανήκουν σε ριζικά διαφορετικούς κόσμους διαψεύδεται σπανίως. Εφόσον το παιγνίδι ανάγεται, τρόπον τινά, στην ίδια την ενδόμυχη τάξη του Εθνους, η πολιτογράφηση ενός ανθρώπου στο ένα ή το άλλο μητρώο έχει αμετάκλητο χαρακτήρα και τον συνοδεύει μέχρι τον τάφο - αρκετές φορές μάλιστα πέραν του τάφου, όπως το δείχνουν οι απειράριθμες ταινίες φρίκης. Παρεμπιπτόντως, δεν θα βρούμε ούτε ένα αμερικάνικο φιλμ που να μη διαπραγματεύεται, άμεσα ή έμμεσα, συνήθως άμεσα, το ζήτημα της επιτυχίας σαν το όριο όπου εξαντλείται η ατομική περιπέτεια. Για την ηθική ενός λαού κατεξοχήν αυτοδημιούργητου, κανένα θέμα δεν είναι περισσότερο φλέγον. Αναπόφευκτα, λατρεύουν τον κερδισμένο όχι ως φορέα ενός προνομίου αλλά ως εκπρόσωπο μιας αμιγούς ανθρωπολογικής κατηγορίας. Σε περίπτωση στραβοπατήματος, τον περιμένει οριστική εξαφάνιση από προσώπου γης - εξαφάνιση με τη δαρβινική σημασία της λέξης.
Ετσι, ο τρόμος που αισθάνονται τα άτομα σ' αυτό το θανάσιμα ανταγωνιστικό περιβάλλον επιστρέφει και κεραυνοβολεί τον χαμένο διά της συσσωρευμένης απέχθειας των διπλανών του. Το κακό κύτταρο αποβάλλεται ακαριαία. Δεν υφίσταται μισοαποτυχημένος, δεν νοείται μέση οδός ή συμβιβασμός: ή θα νικήσεις ή θα αφανισθείς. Στον ίλιγγο απ' την αιώρηση του ζαριού που περιστρέφεται στον αέρα, η αυτοκτονία εκείνου που θα χάσει τη δουλειά του παραμένει ένα απ' τα ενδεχόμενα. Το αποτέλεσμα δεν ανέχεται ούτε την επιείκεια ούτε τις αμφισημίες. Δεν έχεις το περιθώριο να τα «μπαλώσεις». Απ' αυτή την άποψη, η κρίση στη φαντασιακή οικονομία είναι 100% πραγματική.
Τον άκαμπτο χαρακτήρα του διλήμματος προασπίζεται η ίδια η δομή ενός κοινωνικού μοντέλου θεμελιωμένου στην ιδέα ότι ο κερδισμένος είναι, πριν απ' οτιδήποτε άλλο, αναγνωρίσιμος πέραν πάσης αμφιβολίας, μέσω ενός πλέγματος συμβόλων, συμπεριφορών, ανακλαστικών κτλ. Εμφανίζεται πάντοτε, μεγαλοπρεπώς, σαν ένα ζωικό είδος στην καθαρή του μορφή. Απ' την άλλη, καθώς η λεγόμενη επαγγελματική σταδιοδρομία προωθείται στην κόψη του ξυραφιού των καθημερινών εντάσεων, η μετρούμενη αποδοτικότητα απειλείται με εκμηδένιση από λεπτό σε λεπτό, εφόσον ο ανταγωνισμός, δηλαδή η ροπή που εμψυχώνει αυτή την προώθηση, πιέζει αφόρητα ώστε να επανεπενδύονται τα κεκτημένα στην αγορά δίχως την ελάχιστη ανάπαυλα. Παραδόξως λοιπόν ο επιτυχημένος συγκροτείται ως στερεότυπο ειδικά στον βαθμό που το κύρος του είναι εν δυνάμει εφήμερο και υποβάλλεται διαρκώς σε κάθε λογής τεστ.
Ασφαλώς, μια τέτοια κοσμοθεώρηση δεν εξηγεί το γιατί πρέπει κανείς απαραιτήτως να κοιτάζει προς την κορυφή αν το κόστος είναι τόσο βαρύ. Ακόμη και οι συναισθηματικές όψεις της εμπειρίας συντονίζονται μ' έναν τύπο ρεαλιστικής απόφασης απ' την οποία θα εξαρτηθεί η επίσπευση ή η καθυστέρηση μιας τρόπος του λέγειν προαγωγής. Εκεί όπου τα πάντα συνιστούν εργασία, δεν υπάρχει επιθυμία που ο χειρισμός της να μη διαπερνά τη διεκδίκηση μιας επιχειρησιακής ωφέλειας. Ετσι, τα πάθη έχουν υποβαθμιστεί σε απλά σφάλματα που η ζωή τα παρακάμπτει, όπως κάνει το πρόγραμμα του υπολογιστή όταν σκοντάφτει στις ατέλειες του λογισμικού. Μαζί, η ζωή παρακάμπτει και το ταλαίπωρο υποκείμενο, που πιθανόν να καταλήξει στην ανακύκλωση με τους αστέγους των υπονόμων.
Εν ολίγοις, η απαράβατη λογική χειραγώγησης του επαγγελματικού πεπρωμένου εμπνέει όλες τις δραστηριότητες αδιακρίτως, π.χ. αυτές του ερωτευμένου που πολιορκεί τον άλλο από ραντεβού σε ραντεβού. Οσο για την υποχρέωση του μικρού αγοριού να κερδίσει το χαρτζιλίκι του κουρεύοντας το γκαζόν του γείτονα προκειμένου να εξοφλήσει στον μπαμπά ένα δάνειο δέκα δολαρίων, ενώ δεν παύουν να του θυμίζουν ότι το ίδιο θα έκανε στην ηλικία του και ο Αϊζενχάουερ, εκφράζει την ενδοοικογενειακή εκδοχή μιας αρχαϊκής βίας, η οποία επιτρέπει την επιβίωση μόνον σ' εκείνον που θα στηριχτεί αποκλειστικά στις δικές του αντοχές, σαν τον λύκο της ασιατικής στέπας. Το ονομάζουν «αυτάρκεια».
Στο μεταξύ, ο κερδισμένος δεν παύει ούτε για κλάσμα του δευτερολέπτου να απειλείται απ' τις υπονομευτικές βλέψεις των άλλων, που είναι τόσο περισσότερο φονικές όσο ψηλότερα εκείνος στέκεται. Δεύτερο παράδοξο: για να ανακουφίσει αυτό το άγχος, η Αμερική, ως «χώρα των ευκαιριών», περιβάλλει τον θρύλο της επιτυχίας με τον μυστικισμό των τυχερών παιγνιδιών, σε πείσμα του δόγματος που συσχετίζει ευθέως την επαγγελματική αναρρίχηση με την ικανότητα, και προσποιείται, ξαφνικά, ότι συμφωνεί πως η άνοδος είναι, ταυτόχρονα, μοιραία. Διά μαγείας, η σωστή κίνηση στο κατάλληλο timing γοητεύει τάχα τη μοίρα και της αποσπά τη συγκατάθεση. Αν οι Κινέζοι πίστευαν κάποτε πως «η τύχη αποτελεί ικανότητα», μια καρικατούρα αυτής της πίστης επιτρέπει σήμερα στους Αμερικάνους να σκέφτονται πως ο κερδισμένος δεν γίνεται παρά να κερδίζει. Οντως, υπό μίαν έννοια, εάν δεν κέρδιζε δεν θα υπήρχε καν.
Συνεπώς, ο ήδη επιτυχημένος πατέρας θα πρέπει τώρα να επικαλεστεί μιαν ιδανική κληρονομικότητα, της οποίας το εκπαιδευτικό προσωπείο ισοδυναμεί με τον χυδαίο προσηλυτισμό των παιδιών στην αντίληψη ότι το να γεννιέσαι αθλητής ή επιχειρηματίας και το να γίνεσαι τέτοιος είναι καταστάσεις αντίθετες και, συνάμα, ταυτόσημες. Η έκρηξη ενδιαφέροντος γύρω απ' τις επιστήμες του DNA παρηγορεί, ακριβώς, την παραπάνω αντίφαση, διότι το DNA είναι ένας πρωτογενής αντικειμενικός καθορισμός και, την ίδια στιγμή, ένας μηχανισμός στον οποίο εξασφαλίσαμε πρόσβαση και ο οποίος, επομένως, μπορεί να επιδιορθωθεί, να βελτιωθεί, να αντιγραφεί και, φυσικά, να πουληθεί. Ετσι εξηγείται επίσης, αλλά και δικαιολογείται, η ρατσιστική περιφρόνηση απέναντι στον χαμένο, αφού ο τελευταίος, εξ υποθέσεως άνευ ελπίδας, δεν μπορεί παρά να χάνει αιωνίως. Μαζί, χάνει και το δικαίωμα να κατηγορήσει οποιονδήποτε και οτιδήποτε πλην του εαυτού του. Η ήττα βρίσκεται σε θέση ματ· της απαγορεύουν να εφεσιβάλλει και την κρατούν μακριά απ' τη συμπόνια ώστε να προεξοφλεί παραπλανητικά τη ζημία της συνολικής ήττας μιας κοινωνίας που έπαψε να είναι ανθρώπινη.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η κοινωνία εξιλεώνεται με το να σκηνοθετεί συλλογικές προσπάθειες (εθελοντισμός, προεκλογικές εκστρατείες κ.λπ.), οπότε δέχεται επίσης να τιμήσει, ενίοτε, τους χαμένους σε επίπεδο κορυφής αλλά κι εκεί ακόμη οφείλεις να είσαι, τουλάχιστον, ο χαμένος υπ' αριθμόν 1. Περιμένουν πλέον όλοι να δουν τι θα απογίνει η Χίλαρι - Πρόεδρος σε οκτώ χρόνια, Αντιπρόεδρος σε τέσσερα, Πρόεδρος της Γερουσίας από τον Φεβρουάριο; Μεγάλη αναστάτωση στα δημοσιογραφικά επιτελεία: 28 κατασκευαστές πλυντηρίων θα δώσουν την τελική μάχη με τους λεκέδες που άφησε στο χαλί η Λεβίνσκυ.
Saturday, November 15, 2008
Monday, October 13, 2008
Sunday, September 14, 2008
Sunday, August 31, 2008
Εσείς κάποιον μου θυμίζετε
Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ (Ελευθεροτυπία, 31/8/08)
Ισως επειδή αυτό ήταν κάτι που θα κολάκευε τον ίδιο, ο Χίτλερ πίστευε ολόψυχα στη γνησιότητα της πρώτης εντύπωσης, δηλαδή αυτής που έδιναν οι άλλοι σ' εκείνον. Διάλεγε συνεργάτες για τις δύσκολες δουλειές εμπιστευόμενος αποκλειστικά το ένστικτό του και, κατά την περίοδο της υποχώρησης του ανατολικού Μετώπου, όταν το Ράιχ κατέρρεε, ήταν με το παραπάνω ικανός να προάγει έναν ανώνυμο μέχρι τότε αντισυνταγματάρχη κατευθείαν σε στρατηγό, αρκεί ο τελευταίος να εκδήλωνε μια δόση της αυτοκτονικής τρέλας που έλειπε απ' το Γενικό Επιτελείο. Εντόπιζε λοιπόν με την πρώτη ματιά εκείνους που ήξεραν ότι, για να αναχαιτίσεις τα ρωσικά τανκς, χρειαζόταν εφόδια πιο δραστικά απ' το «Χάιλ Χίτλερ» και ξεμπέρδευε· οι υπόλοιπες ματιές προορίζονταν για τον χάρτη.
Κατ' ουσίαν, το στιλ εκείνο χαρακτήριζε το σύνολο των λειτουργιών του ναζιστικού κράτους και δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η αξιοπιστία της πρώτης εντύπωσης απογειώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν ένα βιαστικό βλέμμα του αξιωματικού των Ες Ες ξεχώριζε τους Εβραίους που θα οδηγούνταν στη θανάτωση από κείνους που θα επιβίωναν σαν σκλάβοι. Εν ολίγοις, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι ναζί εφηύραν το face control. Βεβαίως, στο Αουσβιτς, το face control ήταν μια μέθοδος ελέγχου της φυσικής κατάστασης των θυμάτων, ωστόσο, κάτι τέτοιο, εκ των υστέρων, όχι μόνον δεν μειώνει τον κυνισμό που το χαρακτηρίζει αλλά νομίζω ότι δείχνει, ακόμη πιο αποφασιστικά, σε τι στοχεύει η περίφημη πρώτη ματιά με τη χονδροειδή εποπτεία της: στο να περιεργαστεί τον άλλο σαν ζώο που κρέμεται απ' το γάντζο του σφαγείου.
Οπρόεδρος Μάο συνήθιζε επίσης να εκθειάζει τα πλεονεκτήματα της πρώτης εντύπωσης, που τη θεωρούσε ασυζητητί αλάνθαστη. Εκεί, η ακαριαία αξιολόγηση συνδυαζόταν ενδεχομένως με την απωανατολίτικη παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος ήταν εκτεθειμένος στον στιγμιαίο και απαθή αυτοματισμό του βλέμματος του άλλου, καθώς ο άλλος δεν είχε κανένα λόγο να προσκολληθεί στις δικές σου ενδόμυχες ταλαντεύσεις γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με την υποχρέωση να εμβαθύνει κι έτσι θα έχανε την ηθική απόλαυση μιας ζωής όπου τα γεγονότα όφειλαν να συμπιέζονται στον ενεστώτα. Παράδοξη στάση που θεμελιωνόταν στο ότι, ακριβώς, η πρώτη εντύπωση σήμαινε, εντέλει, το να μην εντυπωσιάζεσαι διόλου.
Προσθέτοντας στην πινακοθήκη των τυράννων τον Στάλιν, για τον οποίο, μεταξύ μας, η πίστη στην αλήθεια της πρώτης εντύπωσης ήταν πρακτικά επιβεβλημένη ένεκα των απειράριθμων αφορμών καχυποψίας που του ενέπνεε ο περίγυρος, υποδεχόμαστε μια τρίτη εκδοχή, συνυφασμένη με την προκατάληψη ότι, οπωσδήποτε, ο άλλος είναι προδότης ή εν δυνάμει προδότης, και άρα η περίπτωση σφάλματος αποκλείεται. Εδώ, με δεδομένη τη γνώμη του σοβιετικού δικτάτορα για τους ανθρώπους, η πρώτη εντύπωση επιβεβαιωνόταν δίχως εξαίρεση διότι, απλούστατα, ήταν πάντοτε η χειρότερη.
Αν μακρηγορώ με τις ψυχοπαθολογικές ιδιαιτερότητες των ηγετών είναι γιατί η πρώτη ματιά συνδέεται εκ των πραγμάτων με μιαν αφ' υψηλού θέση κριτικής, επομένως εξουσίας, και υπάρχει μια χροιά προκρούστειας βαναυσότητας όταν της αναθέτουμε να αποφανθεί αμετάκλητα. Ως εργαλείο, η πρώτη ματιά ήταν ανέκαθεν ένα απ' τα ατού εκείνου που είχε το πάνω χέρι, καθώς ο άλλος έπαιζε τον ρόλο αντικειμένου. Αυτή η ανισότητα δηλητηρίαζε το παιγνίδι της κοινωνικής συναναστροφής, που σου επέβαλλε, μέσω της ιεραρχίας, να είσαι εναλλάξ αντικείμενο και υποκείμενο, η δε εντύπωση φρόντιζε να ενημερώνεται σταθερά για κείνο που την προκαλούσε· δεν ήταν η πρώτη, αλλά η πέμπτη, η εκατοστή ή η χιλιοστή. Κι αφού η ζωή έπρεπε να εκδιπλώνεται σαν εναλλαγή εντυπώσεων, οι άνθρωποι άφηναν τα νώτα τους ακάλυπτα και άρχιζαν να εκπλήσσουν και να εκπλήσσονται.
Ετσι, τόσες και τόσες αυθόρμητα γεννημένες φιλίες μακροημέρευσαν για να φτάσουν ένα βράδυ στο αδιέξοδο μιας διάψευσης που την προσυπέγραφε το βλέμμα μόλις γινόταν ελάχιστα περισσότερο διεισδυτικό, ενώ τα ζευγάρια παντρεύονταν για να συνειδητοποιήσουν, ένα χρόνο αργότερα, ότι η φλόγα της πρώτης ματιάς στην απρόσμενη έκρηξη ενός έρωτα που θεωρήθηκε κεραυνοβόλος ήταν κατεξοχήν ψευδαισθησιακή. Οι δημοφιλείς αστεϊσμοί σχετικά με την υποκρισία των γειτόνων του στυγερού δολοφόνου, που εμφανίζονται στο δελτίο ειδήσεων διατυμπανίζοντας ότι έπεσαν απ' τα σύννεφα, δηλώνει σεβασμό για την ίδια συγκρατημένη αμφιβολία. Στην πράξη, η πρώτη ματιά παρέμενε ο πιο μεροληπτικός κριτής κι αυτό ήταν ένα γόνιμο μειονέκτημα της κοινωνικής εμπειρίας που η ανθρωπότητα, αν και αποφεύγοντας να το ομολογήσει, το είχε κατά νου ενδελεχώς. Το άτομο ζούσε λοιπόν με την ευθύνη ενός ρίσκου, με την επίγνωση του ότι η δικαίωση των εντυπώσεών του δεν ήταν δεδομένη κι ότι, συνεπώς, έπρεπε να κινείται με σεμνότητα.
Ολο αυτό χάθηκε στα βάθη της αγωνίας που αναδύθηκε απ' τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την αντιστροφή του κόσμου μέσα στο θέαμα των προσποιήσεων. Ωσπου, ξαφνικά, κάτι που θύμιζε τον παλιό τυφλοσούρτη της πρώτης εντύπωσης επανήρθε στο προσκήνιο, όμως για εντελώς διαφορετικές αιτίες, κυρίως επειδή ο τυφλοσούρτης έμοιαζε τόσο εύχρηστος, τόσο ταιριαστός με την καινούρια λογική που θεωρούσε τις συγκινησιακές δοσοληψίες ασύμφορες και τόσο καλά προσαρμοσμένος στην εντολή να οικοδομήσουμε μιαν αεροστεγή και απόρθητη ατομικότητα. Η πρώτη εντύπωση βρέθηκε πάλι στην ημερήσια διάταξη ώστε να ενθαρρύνει ένα μοντέλο συναναστροφής που δεν θα ξεπερνούσε ούτε θα εμπόδιζε την ταχεία ανταλλαγή μονοσήμαντων, στοιχειωδών μηνυμάτων στην επιφάνεια. Αν μια φορά κι έναν καιρό η υποτιθέμενη εγκυρότητα της εξασφάλιζε ένα άλλοθι προκειμένου να κουμπώνονται οι κακοπροαίρετοι εξαρχής, πλέον οι κακοπροαίρετοι δεν υπήρχαν καν, είχαν εξαφανιστεί μαζί με τους καλοπροαίρετους χάριν μιας καινούριας αντίληψης που έλεγε πως, ανεξάρτητα του αν ήσουν «αρνητικά» ή «θετικά» στραμμένος προς τον άλλον, η σχέση σας θα παρέμενε αβαθής ώστε να αποφευχθούν οι αντιξοότητες. Διότι οι αντιξοότητες αποτελούσαν το ανεπίσημο όνομα κάθε δεσμού που έπαυε να είναι ανούσιος. Κι αυτό δεν συνέφερε.
Τώρα, ο άλλος αναδύεται στον ορίζοντα σαν ένα ον με το οποίο διασταυρώνεσαι ξανά και ξανά χωρίς να το γνωρίζεις, δεν αγαπιέσαι μ' αυτόν ούτε συγκρούεσαι. Ετσι, η πρώτη εντύπωση δεν είναι πια αιώνια, είναι όμως μόνιμη. Αυτό διαφαίνεται στην αντίφαση των ανθρώπων που συμπεριφέρονται σαν να χρωστούν πολλά στην ψυχολογική κρισιμότητα της πρώτης επαφής, μολονότι δεν έχουν, και ούτε θέλουν να έχουν, την παραμικρή ιδέα για το πώς καλλιεργούνται τα κριτήριά της. Στην πραγματικότητα, εδώ που φτάσαμε, κάθε εντύπωση είναι η πρώτη, διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά μ' αυτήν. Καθώς οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να παρακάμπτουν τα ψυχικά μεταίχμια και εφόσον ο εναγκαλισμός τους συμπίπτει με την προκαταβολική ακύρωση κάθε περαιτέρω βολιδοσκόπησης των περιθωρίων αμοιβαιότητας, η νιοστή συνάντηση ανανεώνει τυπικά την ουδετερότητα και τη ρυθμισμένη θερμοκρασία της αρχικής: οι άνθρωποι έπαψαν να γνωρίζονται. Είναι κι ο λόγος, άλλωστε, που μιλούν αδιάκοπα για γνωριμίες. Φιλίες του είδους του Face book μαρτυρούν ότι δεν τίθεται ζήτημα πρώτης εντύπωσης ούτε γι' αστείο. Ή, ας το πω λιγότερο αδέξια: η πρώτη εντύπωση, σήμερα, είναι πάντοτε σωστή διότι είναι και η μόνη.
Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ (Ελευθεροτυπία, 31/8/08)
Ισως επειδή αυτό ήταν κάτι που θα κολάκευε τον ίδιο, ο Χίτλερ πίστευε ολόψυχα στη γνησιότητα της πρώτης εντύπωσης, δηλαδή αυτής που έδιναν οι άλλοι σ' εκείνον. Διάλεγε συνεργάτες για τις δύσκολες δουλειές εμπιστευόμενος αποκλειστικά το ένστικτό του και, κατά την περίοδο της υποχώρησης του ανατολικού Μετώπου, όταν το Ράιχ κατέρρεε, ήταν με το παραπάνω ικανός να προάγει έναν ανώνυμο μέχρι τότε αντισυνταγματάρχη κατευθείαν σε στρατηγό, αρκεί ο τελευταίος να εκδήλωνε μια δόση της αυτοκτονικής τρέλας που έλειπε απ' το Γενικό Επιτελείο. Εντόπιζε λοιπόν με την πρώτη ματιά εκείνους που ήξεραν ότι, για να αναχαιτίσεις τα ρωσικά τανκς, χρειαζόταν εφόδια πιο δραστικά απ' το «Χάιλ Χίτλερ» και ξεμπέρδευε· οι υπόλοιπες ματιές προορίζονταν για τον χάρτη.
Κατ' ουσίαν, το στιλ εκείνο χαρακτήριζε το σύνολο των λειτουργιών του ναζιστικού κράτους και δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η αξιοπιστία της πρώτης εντύπωσης απογειώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν ένα βιαστικό βλέμμα του αξιωματικού των Ες Ες ξεχώριζε τους Εβραίους που θα οδηγούνταν στη θανάτωση από κείνους που θα επιβίωναν σαν σκλάβοι. Εν ολίγοις, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι ναζί εφηύραν το face control. Βεβαίως, στο Αουσβιτς, το face control ήταν μια μέθοδος ελέγχου της φυσικής κατάστασης των θυμάτων, ωστόσο, κάτι τέτοιο, εκ των υστέρων, όχι μόνον δεν μειώνει τον κυνισμό που το χαρακτηρίζει αλλά νομίζω ότι δείχνει, ακόμη πιο αποφασιστικά, σε τι στοχεύει η περίφημη πρώτη ματιά με τη χονδροειδή εποπτεία της: στο να περιεργαστεί τον άλλο σαν ζώο που κρέμεται απ' το γάντζο του σφαγείου.
Οπρόεδρος Μάο συνήθιζε επίσης να εκθειάζει τα πλεονεκτήματα της πρώτης εντύπωσης, που τη θεωρούσε ασυζητητί αλάνθαστη. Εκεί, η ακαριαία αξιολόγηση συνδυαζόταν ενδεχομένως με την απωανατολίτικη παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος ήταν εκτεθειμένος στον στιγμιαίο και απαθή αυτοματισμό του βλέμματος του άλλου, καθώς ο άλλος δεν είχε κανένα λόγο να προσκολληθεί στις δικές σου ενδόμυχες ταλαντεύσεις γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με την υποχρέωση να εμβαθύνει κι έτσι θα έχανε την ηθική απόλαυση μιας ζωής όπου τα γεγονότα όφειλαν να συμπιέζονται στον ενεστώτα. Παράδοξη στάση που θεμελιωνόταν στο ότι, ακριβώς, η πρώτη εντύπωση σήμαινε, εντέλει, το να μην εντυπωσιάζεσαι διόλου.
Προσθέτοντας στην πινακοθήκη των τυράννων τον Στάλιν, για τον οποίο, μεταξύ μας, η πίστη στην αλήθεια της πρώτης εντύπωσης ήταν πρακτικά επιβεβλημένη ένεκα των απειράριθμων αφορμών καχυποψίας που του ενέπνεε ο περίγυρος, υποδεχόμαστε μια τρίτη εκδοχή, συνυφασμένη με την προκατάληψη ότι, οπωσδήποτε, ο άλλος είναι προδότης ή εν δυνάμει προδότης, και άρα η περίπτωση σφάλματος αποκλείεται. Εδώ, με δεδομένη τη γνώμη του σοβιετικού δικτάτορα για τους ανθρώπους, η πρώτη εντύπωση επιβεβαιωνόταν δίχως εξαίρεση διότι, απλούστατα, ήταν πάντοτε η χειρότερη.
Αν μακρηγορώ με τις ψυχοπαθολογικές ιδιαιτερότητες των ηγετών είναι γιατί η πρώτη ματιά συνδέεται εκ των πραγμάτων με μιαν αφ' υψηλού θέση κριτικής, επομένως εξουσίας, και υπάρχει μια χροιά προκρούστειας βαναυσότητας όταν της αναθέτουμε να αποφανθεί αμετάκλητα. Ως εργαλείο, η πρώτη ματιά ήταν ανέκαθεν ένα απ' τα ατού εκείνου που είχε το πάνω χέρι, καθώς ο άλλος έπαιζε τον ρόλο αντικειμένου. Αυτή η ανισότητα δηλητηρίαζε το παιγνίδι της κοινωνικής συναναστροφής, που σου επέβαλλε, μέσω της ιεραρχίας, να είσαι εναλλάξ αντικείμενο και υποκείμενο, η δε εντύπωση φρόντιζε να ενημερώνεται σταθερά για κείνο που την προκαλούσε· δεν ήταν η πρώτη, αλλά η πέμπτη, η εκατοστή ή η χιλιοστή. Κι αφού η ζωή έπρεπε να εκδιπλώνεται σαν εναλλαγή εντυπώσεων, οι άνθρωποι άφηναν τα νώτα τους ακάλυπτα και άρχιζαν να εκπλήσσουν και να εκπλήσσονται.
Ετσι, τόσες και τόσες αυθόρμητα γεννημένες φιλίες μακροημέρευσαν για να φτάσουν ένα βράδυ στο αδιέξοδο μιας διάψευσης που την προσυπέγραφε το βλέμμα μόλις γινόταν ελάχιστα περισσότερο διεισδυτικό, ενώ τα ζευγάρια παντρεύονταν για να συνειδητοποιήσουν, ένα χρόνο αργότερα, ότι η φλόγα της πρώτης ματιάς στην απρόσμενη έκρηξη ενός έρωτα που θεωρήθηκε κεραυνοβόλος ήταν κατεξοχήν ψευδαισθησιακή. Οι δημοφιλείς αστεϊσμοί σχετικά με την υποκρισία των γειτόνων του στυγερού δολοφόνου, που εμφανίζονται στο δελτίο ειδήσεων διατυμπανίζοντας ότι έπεσαν απ' τα σύννεφα, δηλώνει σεβασμό για την ίδια συγκρατημένη αμφιβολία. Στην πράξη, η πρώτη ματιά παρέμενε ο πιο μεροληπτικός κριτής κι αυτό ήταν ένα γόνιμο μειονέκτημα της κοινωνικής εμπειρίας που η ανθρωπότητα, αν και αποφεύγοντας να το ομολογήσει, το είχε κατά νου ενδελεχώς. Το άτομο ζούσε λοιπόν με την ευθύνη ενός ρίσκου, με την επίγνωση του ότι η δικαίωση των εντυπώσεών του δεν ήταν δεδομένη κι ότι, συνεπώς, έπρεπε να κινείται με σεμνότητα.
Ολο αυτό χάθηκε στα βάθη της αγωνίας που αναδύθηκε απ' τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την αντιστροφή του κόσμου μέσα στο θέαμα των προσποιήσεων. Ωσπου, ξαφνικά, κάτι που θύμιζε τον παλιό τυφλοσούρτη της πρώτης εντύπωσης επανήρθε στο προσκήνιο, όμως για εντελώς διαφορετικές αιτίες, κυρίως επειδή ο τυφλοσούρτης έμοιαζε τόσο εύχρηστος, τόσο ταιριαστός με την καινούρια λογική που θεωρούσε τις συγκινησιακές δοσοληψίες ασύμφορες και τόσο καλά προσαρμοσμένος στην εντολή να οικοδομήσουμε μιαν αεροστεγή και απόρθητη ατομικότητα. Η πρώτη εντύπωση βρέθηκε πάλι στην ημερήσια διάταξη ώστε να ενθαρρύνει ένα μοντέλο συναναστροφής που δεν θα ξεπερνούσε ούτε θα εμπόδιζε την ταχεία ανταλλαγή μονοσήμαντων, στοιχειωδών μηνυμάτων στην επιφάνεια. Αν μια φορά κι έναν καιρό η υποτιθέμενη εγκυρότητα της εξασφάλιζε ένα άλλοθι προκειμένου να κουμπώνονται οι κακοπροαίρετοι εξαρχής, πλέον οι κακοπροαίρετοι δεν υπήρχαν καν, είχαν εξαφανιστεί μαζί με τους καλοπροαίρετους χάριν μιας καινούριας αντίληψης που έλεγε πως, ανεξάρτητα του αν ήσουν «αρνητικά» ή «θετικά» στραμμένος προς τον άλλον, η σχέση σας θα παρέμενε αβαθής ώστε να αποφευχθούν οι αντιξοότητες. Διότι οι αντιξοότητες αποτελούσαν το ανεπίσημο όνομα κάθε δεσμού που έπαυε να είναι ανούσιος. Κι αυτό δεν συνέφερε.
Τώρα, ο άλλος αναδύεται στον ορίζοντα σαν ένα ον με το οποίο διασταυρώνεσαι ξανά και ξανά χωρίς να το γνωρίζεις, δεν αγαπιέσαι μ' αυτόν ούτε συγκρούεσαι. Ετσι, η πρώτη εντύπωση δεν είναι πια αιώνια, είναι όμως μόνιμη. Αυτό διαφαίνεται στην αντίφαση των ανθρώπων που συμπεριφέρονται σαν να χρωστούν πολλά στην ψυχολογική κρισιμότητα της πρώτης επαφής, μολονότι δεν έχουν, και ούτε θέλουν να έχουν, την παραμικρή ιδέα για το πώς καλλιεργούνται τα κριτήριά της. Στην πραγματικότητα, εδώ που φτάσαμε, κάθε εντύπωση είναι η πρώτη, διατηρεί τα ίδια χαρακτηριστικά μ' αυτήν. Καθώς οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να παρακάμπτουν τα ψυχικά μεταίχμια και εφόσον ο εναγκαλισμός τους συμπίπτει με την προκαταβολική ακύρωση κάθε περαιτέρω βολιδοσκόπησης των περιθωρίων αμοιβαιότητας, η νιοστή συνάντηση ανανεώνει τυπικά την ουδετερότητα και τη ρυθμισμένη θερμοκρασία της αρχικής: οι άνθρωποι έπαψαν να γνωρίζονται. Είναι κι ο λόγος, άλλωστε, που μιλούν αδιάκοπα για γνωριμίες. Φιλίες του είδους του Face book μαρτυρούν ότι δεν τίθεται ζήτημα πρώτης εντύπωσης ούτε γι' αστείο. Ή, ας το πω λιγότερο αδέξια: η πρώτη εντύπωση, σήμερα, είναι πάντοτε σωστή διότι είναι και η μόνη.
Saturday, August 09, 2008
"Τα πρόσωπα που μιλάνε στους τέσσερις τοίχους ή στον κοπανιστό αέρα δεν είναι πρόσωπα για να τα ξεσκίζουμε στην τηλεόραση ή για να φτύνουμε τον κόρφο μας όταν περνάμε από δίπλα τους· είναι πρόσωπα ιερά γιατί ξεφλουδίζουν τους φόβους μας, αίρουν τους πανικούς μας, μαλακώνουν το καθημερινό σκάψιμο του θανάτου· είναι πρόσωπα μαγικά σ' έναν κόσμο βίαια απομαγευμένο, δηλαδή εφήμερα αθάνατο".
Μισελ Φαις (Ελευθεροτυπία, 8/9/08)
Μισελ Φαις (Ελευθεροτυπία, 8/9/08)
Saturday, July 26, 2008
Thursday, July 10, 2008
Monday, June 30, 2008
Thursday, June 12, 2008
Wednesday, June 11, 2008
Tuesday, June 03, 2008
I hurt myself today
To see if I still feel
I focus on the pain
The only thing that's real
The needle tears a hole
The old familiar sting
Try to kill it all away
But I remember everything
What have I become
My sweetest friend
Everyone I know goes away
In the end
And you could have it all
My empire of dirt
I will let you down
I will make you hurt
I wear this crown of thorns
Upon my liar's chair
Full of broken thoughts
I cannot repair
Beneath the stains of time
The feelings disappear
You are someone else
I am still right here
What have I become
My sweetest friend
Everyone I know goes away
In the end
And you could have it all
My empire of dirt
I will let you down
I will make you hurt
If I could start again
A million miles away
I would keep myself
I would find a way
(Hurt by Johnny Cash)
To see if I still feel
I focus on the pain
The only thing that's real
The needle tears a hole
The old familiar sting
Try to kill it all away
But I remember everything
What have I become
My sweetest friend
Everyone I know goes away
In the end
And you could have it all
My empire of dirt
I will let you down
I will make you hurt
I wear this crown of thorns
Upon my liar's chair
Full of broken thoughts
I cannot repair
Beneath the stains of time
The feelings disappear
You are someone else
I am still right here
What have I become
My sweetest friend
Everyone I know goes away
In the end
And you could have it all
My empire of dirt
I will let you down
I will make you hurt
If I could start again
A million miles away
I would keep myself
I would find a way
(Hurt by Johnny Cash)
Thursday, May 29, 2008
Στο παρθένο σου δάσος φοβάμαι να μπω
με τσιγάρο αναμμένο και τέτοιο καιρό
δυναμώνει ο αέρας, χρυσόμαλλο δέρας
μπορεί να με φας πριν σου πω σ' αγαπώ
Απ' τη μέση του δρόμου σου τηλεφωνώ
μόνο θάλασσα βλέπω εδώ κι ουρανό
στις μικρές αχιβάδες φωτάκια χιλιάδες
μα...που είναι το φως μου το αληθινό;
Επιστρέφω σ' εσένα ξανά σαν τρελή
να σε δω που θα βγαίνεις την ανατολή
Βασιλιά της καρδιάς μου κι απ'το τατουάζ μου
εσύ με πονάς και με καις πιο πολύ
Αφροδίτη Μάνοu (O Βασιλιάς κι εγώ)
με τσιγάρο αναμμένο και τέτοιο καιρό
δυναμώνει ο αέρας, χρυσόμαλλο δέρας
μπορεί να με φας πριν σου πω σ' αγαπώ
Απ' τη μέση του δρόμου σου τηλεφωνώ
μόνο θάλασσα βλέπω εδώ κι ουρανό
στις μικρές αχιβάδες φωτάκια χιλιάδες
μα...που είναι το φως μου το αληθινό;
Επιστρέφω σ' εσένα ξανά σαν τρελή
να σε δω που θα βγαίνεις την ανατολή
Βασιλιά της καρδιάς μου κι απ'το τατουάζ μου
εσύ με πονάς και με καις πιο πολύ
Αφροδίτη Μάνοu (O Βασιλιάς κι εγώ)
Monday, May 26, 2008
Sunday, May 04, 2008
Saturday, May 03, 2008
Αποκομμένος απ' όλους κι απ' όλα σε μαγεμένη τροχιά.
Πήρα το δρόμο να φύγω, μα ήρθα, τίποτα δεν με ακουμπά.
Στον παράξενό μου χρόνο.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα, μα ας γίνουμε τα δυό μας ένα
να σ'αγκαλιάσω να μ' αγκαλιάσεις, να ξεγελιέσαι, να ξεγελιέμαι
να σ' αγαπήσω, να μ' αγαπήσεις, έστω για λίγο, για τόσοδούλι
Σαν ζευγαρώνουν δυό βεγγαλικά, μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά,
στων προσώπων μας τις ζάρες.
Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάντζα καμιά.
Ντύθηκε η μέρα τα ρούχα της νύχτας και η ψυχή μου πηδά, στου απέραντου την ψύχα.
θες ν' αγγίξεις την αλήθεια, για βγες απ' έξω, απ' τη συνήθεια.
Σύρε κι έλα να με λούσεις κι ας είμαι της καθαρευούσης.
Να σ' αγαπήσω, να μ' αγαπήσεις, έστω για λίγο, για τόσοδούλι.
Δρεπανοφόρα άρματα περνάν, στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν,
ασυγκίνητο σ' αφήνει.
Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα, θωρακισμένε καιρέ.
Με μια πικρή, παγερή τρυφεράδα σε θυσιάζουν μωρέ
μα αυταπάτες πια δεν έχω.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα, μα ας γίνουμε τα δυό μας ένα.
Δες, θα φτιάχνουμε στιχάκια, να περπατάν σαν καβουράκια.
Πλάγια και ακριβά τα χάδια, φως αχνό μες τα σκοτάδια.
Μ' ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ, στο μαγγανοπήγαδο της ήττας μου περνώ.
Venceremos, Venceremos
Ν. Άσιμος
Πήρα το δρόμο να φύγω, μα ήρθα, τίποτα δεν με ακουμπά.
Στον παράξενό μου χρόνο.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα, μα ας γίνουμε τα δυό μας ένα
να σ'αγκαλιάσω να μ' αγκαλιάσεις, να ξεγελιέσαι, να ξεγελιέμαι
να σ' αγαπήσω, να μ' αγαπήσεις, έστω για λίγο, για τόσοδούλι
Σαν ζευγαρώνουν δυό βεγγαλικά, μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά,
στων προσώπων μας τις ζάρες.
Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάντζα καμιά.
Ντύθηκε η μέρα τα ρούχα της νύχτας και η ψυχή μου πηδά, στου απέραντου την ψύχα.
θες ν' αγγίξεις την αλήθεια, για βγες απ' έξω, απ' τη συνήθεια.
Σύρε κι έλα να με λούσεις κι ας είμαι της καθαρευούσης.
Να σ' αγαπήσω, να μ' αγαπήσεις, έστω για λίγο, για τόσοδούλι.
Δρεπανοφόρα άρματα περνάν, στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν,
ασυγκίνητο σ' αφήνει.
Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα, θωρακισμένε καιρέ.
Με μια πικρή, παγερή τρυφεράδα σε θυσιάζουν μωρέ
μα αυταπάτες πια δεν έχω.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα, μα ας γίνουμε τα δυό μας ένα.
Δες, θα φτιάχνουμε στιχάκια, να περπατάν σαν καβουράκια.
Πλάγια και ακριβά τα χάδια, φως αχνό μες τα σκοτάδια.
Μ' ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ, στο μαγγανοπήγαδο της ήττας μου περνώ.
Venceremos, Venceremos
Ν. Άσιμος
Wednesday, April 30, 2008
Monday, April 28, 2008
Friday, April 25, 2008
Thursday, April 24, 2008
Saturday, April 19, 2008
Monday, April 14, 2008
Sunday, April 13, 2008
Saturday, April 12, 2008
Thursday, March 20, 2008
Monday, January 28, 2008
Subscribe to:
Posts (Atom)