Tuesday, June 20, 2006

Η καθημερινότητα του έρωτα και άλλων δαιμονίων

Και να λοιπóν που η Ηλέκτρα εíχε πετάξει μακρυά, σε άλλη ήπειρο, για να κατανοήσει κατι τόσο βασικó: «το κεφάλι σου óπου και να πας το κουβαλάς μαζí σου». Οι θυμοσοφíες του πατέρα δεν ήταν αμπελοσοφίες! Το αστείο ήταν πως το να κουβαλάς το κεφάλι σου και ό,τι αυτό συνεπάγεται δεν είναι και απλό πράγμα. Αυτό το ήξερε καλά. Απλά, ήλπιζε πως μια τόσο ριζική αλλαγή στα γραφικά θα μπορούσε να συμπαρασύρει κι εκείνη και το κεφάλι της σε μια πιο ανάλαφρη διάθεση. Είχε διαπιστώσει στα όσα χρόνια ζούσε παρατηρώντας με τη συστηματική διάθεση ενος ερευνητή πως εκείνη ήταν, δίχως άλλο, ό,τι ζούσε. Οι μαρξιστικές καταβολές της αναμιγνύονταν με τον επίσης άκρατο ρεαλισμό της και μεταφράζονταν σε μια ασπίδα που στα χέρια ενός νευροβιολόγου θα μπορούσε να ειναι ενα φωτομικροσκόπειο. Άλλωστε, δεν ήταν τυχαία η γοητεία που ασκούσε πάνω της η επιστήμη. Μόνο η επιστήμη εξωθούσε σε σειρά τις σκέψεις της, μόνο η επιστήμη της έδινε μια (ψευδ)αίσθηση ελένγχου. Τον έλενγχο πάλι η Ηλέκτρα δεν τον χρειαζόταν γιατί φοβόταν να ζήσει, αλλά μονο επειδή ήθελε να ζήσει καλά. Ναι, η Ηλέκτρα είχε ξεκάθαρη αίσθηση για αυτά που επιθυμούσε έστω και αν της ήταν συχνά δύσκολο να τα φέρει στην επιφάνεια με λέξεις και περιγραφές. Αυτό το είχε κληρονομήσει απο τον πατέρα μαζί με τη διάθεση για παρατήρηση και συμπερασματικές διαδικασίες. Απο τη μάνα πάλι,-«τι γεμάτη λέξη και αυτή» κάθε φορά σκεφτόταν- ήξερε, φοβόταν, κρυφά βαυκαλιζόταν πως είχε κληρονομίσει ενα πόνο βουβό, κοσμικό και τη ετοιμότητα να θυσιαστεί, αρκεί να της το ζητούσε κάποιός.
Ένα χρόνο μετά την άφιξη της στον αμερικανικό βορά ακόμη προσπαθούσε να συνηθίσει σε μια αλλαγή σκηνικού που αρχικά ήλπιζε πως θα ήταν τουλάχιστον γοητευτική. To ερώτημα που καλούνταν να απαντήσει ήταν το εξής: γιατί πια δεν μπορούσε να γοητευτεί? Είτε επρόκειτο για καταστάσεις είτε επρόκειτο για πρόσωπα η Ηλέκτρα δεν μπορούσε να παρασυρθεί, να πιστέψει,τουλάχιστον έτσι όπως θυμόταν τον εαυτό της όταν πίστευε, όταν παρασυρόταν. Ίσως αυτή η ανεξάντλητη σύγκριση, που δεν περιοριζόταν σε γνωσιακά επίπεδα μα διείσδυε σε βαθύτερα και ως εκ τούτου πιο καθοριστικά κέντρα, κατάφερνε να απογυμνώσει κάθε τι καινούργιο απο τη γοητεία, απο τη πίστη, απο τη γοητεία της πίστης.
Kαι να που ενάμισυ χρόνο μετά την μετανάστευση της στην αμερικανική ήπειρο, στα 30 της πια, έπειτα από έναν ακόμη χρόνο περισυλλογής και ενδοσκόπησης μακρυά από τα γνώριμα και τις παυσίλυπες ιδιότητες τους, να που έρχεται και συντονίζεται με τον χρόνο που περνά, με τον χρόνο που πέρασε. Η αγάπη, η θλίψη, η υπεραξία και οι σκιές τους μονιμοι πρωταγωνιστές στη σκέψη, στην πράξη, στη θύμηση. Και με την νοσταλγία? Τι είχε γίνει με την νοσταλγία? Είχε καταφέρει να απαλλαχτεί απο αυτό τον χρόνιο και χρονοβόρο σύνδρομο? Μα πώς? Η νοσταλγία, που για μια δεκαετία τώρα, ήταν εκεί, πιστό σκυλί, αόρατος και επίμονος εραστής που δεν επιθυμείς πια μα και δεν τολμάς να αποδεσμευτείς συνάμα. Τί είχε συμβεί σε λίγες μέρες που δεν είχε συμβεί όλα αυτά τα χρόνια? Η Αθήνα είχε κάνει το θάυμα της! Η Αθήνα που δεν ήταν πια η βάση παρά μονάχα η απόβαση των διαλειμμάτων της από την καθημερινότητα της επιστημονικής διαδικασίας, απο την καθημερινότητα των 30 και κάτι μέσα σε μικροσκόπεια και νευρώνες, σε θεωρητικές και άλλες μονομανίες.
Η Ηλέκτρα ήξερε από την αρχή πως αυτά τα Χριστούγεννα θα είχαν μια ξεχωριστή σημασία. Ενιώθε την υπέρβαση που τόσο καιρό περίμενε να πλησιάζει, μα δεν ήξερε ,ούτε που φανταζόταν. Οι μεγάλες στιγμές στη ζωή μας, σκεφτόταν, σαν τους μεγάλους έρωτες αναγνωρίζονται από τον ήχο που κάνουν τα βήματα τους καθώς πλησιάζουν και αν δεν κάνουν κρότο όσο γερνάμε δεν παύουμε ποτέ να τις αφουγραζόμαστε. Και είχε δίκιο.
Αθήνα, η μάγισσα. Αθήνα, με θέα τα χρόνια που πέρασαν σε σπίτια και πλατείες, με καφέδες, τσιγάρα και ατέρμονες απόπειρες επικοινωνίας. Περπατούσε με το βραδινό αεράκι να την λούζει και ξαφνικά η βαρύτητα είχε άλλους νόμους μόνο για κείνη. Ηταν το μυστικό της για τούτο το βράδυ, ένα μυστικό που μοιραζόταν με το σύμπαν μόνο για απόψε. Ο ουρανός της έκλεινε με νόημα το μάτι και της έκανε τη χάρη απόψε να’ρθεί σε επαφή με τον εν δυνάμει εαυτό της. Τώρα που πλησίαζε όλο και περισσότερο την αναμέτρηση με το πρότερο και το νοσταλγικό η καρδιά της χτύπαγε δυνατα. Ήταν από έξαρση ή από φόβο? Μα δεν είχε καν σημασία! Μπορεί να μην κατάφερνε να αναγνωρίσει το λόγο κάτω απο το συναίσθημα, μπορούσε όμως να αναγνωρίσει την επιθυμία της πια. Μετά από τούτο το βράδυ όλα θα ήταν αλλιώς, μπορεί όχι θεαματικά μα σίγουρα ριζικά.
-Καλησπέρα! είπε και χαμογέλασε.
-Καλησπέρα! Σιωπή, και τα ηχεία στη διαπασών να μη χωράνε τη παύση, το χρόνο που σταματάει και κάνει κρότο δυνατότερο απο την ένταση της μουσικής και τις φωνές στο πολυσύχναστο μπαρ που είχαν κανονίσει να συναντηθούν. Αγκαλιάστηκαν με την ίδια, απαράμιλλη θέρμη που το σώμα θυμόταν.
-Τι νέα, λοιπόν?
-..Τι νέα..Δέκα χρόνια νέα, απάντησε η Ηλέκτρα. –Ας μην τα πάρουμε από την αρχή, δεν θα μας πάρει ο χρόνος.
-Σωστά..απάντησε εκείνος. Η Ηλέκτρα τον κοιτούσε και σκεφτόταν πως ο χρόνος είναι μια διάσταση που ποτέ δεν θα κατανοήσει. Είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από την τελευταία, καθ’όλα τυχαία συνάντηση τους. Μέσα σ’αυτά τα τρία χρόνια η Ηλέκτρα είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο, είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με την έρευνα και να την ακολουθήσει όπου εκείνη την καλούσε. Έμεινε στο πανεπιστήμιο δύο χρόνια παραπάνω και έκπαιδέυτηκε. Ύστερα, έκανε τις αιτήσεις της σε κάμποσα πανεπιστήμια της Αμερικής και τελικώς αναχώρησε για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στα χρόνια που οι δύο τους είχαν χάσει κάθε έπαφή η Ηλέκτρα είχε ενηληκιωθεί. Θα γινόταν καθηγήτρια πανεπιστημίου, θα συμπήκνωνε τα ανεξάντλητα ερωτήματα της σε επιστημονικές υποθέσεις και θα αποπειράτο «να γιατρέψει τις ατέλιωτες πληγές» μέσα απο μια βαθύτερη, επιστημονική κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας. Και να φανταστεί κανείς πως όταν χώριζαν οι δρόμοι τους, δέκα χρόνια πριν, εκείνη δεν είχε καν ξεκινήσει το πανεπιστήμιο. Όταν η Ηλέκτρα ξεκίνησε τις σπουδές της στην ψυχολογία, στα εικοσιδύο της, είχε ήδη πάρει το διδακτορικό της στη ψυχεδέλεια του ανεκπλήρωτου έρωτα. Και να που τον είχε μπροστά της μετά απο δέκα χρόνια γεμάτα νόστο, αναζήτηση, και συχνά οδύνη. Ναι, δεν θα ντραπεί να το παραδεχτεί.
-Λοιπόν, δεν άλλαξες καθόλου, της είπε εκείνος.
Μα πώς είναι δυνατόν να μην βλέπει τις αλλαγές, σκέφτηκε εκείνη. Δεν τον αδικούσε όμως, είχε και εκείνη το μερίδιο της σε ό,τι δεν παραδεχόταν εκείνος. Για μια φορά ακόμη δεν ήθελε να τον ξαφνιάσει, μήπως τρομάξει και φύγει. Του μίλαγε λοιπόν για αυτά που άντεχε να μάθει. Την Αμερική, το εργαστήριο, τη δουλειά της.
-Πες μου για σένα τώρα,είπε και έστρεψε την κουβέντα σ’αυτόν. Σε αυτόν που όλα αυτά τα χρόνια παρατηρούσε απο μακρυά, με διακριτικότητα και τρυφεράδα δίχως αυτός ποτέ να καταλάβει το παραμικρό. Η Ηλέκτρα είχε μάθει να τον νιώθει με έναν ακόμη τρόπο, ίσως τον πιο σκληρό απ’όλους: απο απόσταση.
-Εγώ..γκρεμίζω ακόμη κάθε τι που χτίζω. Τώρα πια απο συνήθεια ή κεκτιμένη ταχύτητα, δεν έχω καταλήξει ακόμη. Πάντως είμαι πολύ καλός σ’αυτό, μειδίασε εκείνος.
Ναι..σκέφτηκε εκείνη μα δεν είπε τίποτα. Τον θυμάται να εκτελεί ψυχρά κάθε στιγμή ανάτασης. Σαν να ήθελε να προλάβει την εντροπία, να φτάσει πρώτος στο τέρμα και να της φωνάξει: θα τα ξεπαστέψω όλα πρώτος εγώ!
-Πάντως περνάω πάνω απ’όλα καλά. Α..όλα κι όλα! Και αυτό το θυμόταν η Ηλέκτρα. Αυτό δεν της επέτρεψε ποτέ να το ξεχάσει. Όποτε την έφταναν τα νέα του, πάντα η υπερβολή τους της έδινε στα νεύρα. Τον είχε μισήσει, ζηλέψει, φοβηθεί, μα πάνω απ’όλα δεν τον καταλάβαινε πια. Ο χρόνος που είχε περάσει είχε ξεχυθεί σαν θάλασσα και τα είχε παρασύρει όλα αφήνοντας μονάχα τη μνήμη να αντιστέκεται στη λήθη.
-Θα πιείς κάτι ακόμη? τη ρώτησε εκείνος.
-Ναι. Ενα Μojito ακόμη, απάντησε εκείνη. Αυτός βρισκόταν ήδη στο τρίτο Jack Daniels. –Πίνεις..γρήγορα, του είπε εκείνη, εννοώντας πολύ.
-Καθένας στη ζωή βρίσκει κάτι να του έχει αδυναμία, είπε με αυτοσαρκασμό εκείνος. Η δική σου αδυναμία ποιά ειναι Ηλέκτρα?
-Η μοναχικότητα μου, απάντησε αφοπλιστικά εκείνη. Χμ..άστοχο, σκέφτηκε. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη πως η κουβέντα τους άντεχε τέτοιες παραδοχές, τέτοιες αλήθειες. Εξάλλου στη συνάντηση αυτή πήγε με διάθεση ανάλαφρη. Τί σημασία είχε ποιά ήταν η αδυναμία της. Και είχε δίκιο, δεν είχε καμμιά σημασία. Η ερώτηση που της ετέθη ήταν μέσα σ’ένα πλαίσιο εφηβικού αιφνιδιασμού, κατάλοιπο του κοινού τους παρελθόντος και αποσιωπήθηκε μαζί με την απάντηση της. Η δυνατή μουσική βοήθησε το αμήχανο χαμόγελο να μετατραπεί σε κουβέντες που η Ηλέκτρα σαν να μη άκουσε ποτέ. Απο κείνη τη στιγμή η συνάντηση είχε τελειώσει.
-Χαρηκα πολύ που τα’παμε..έστω και τώρα, είπε σιγά η Ηλέκτρα.
-Κι εγώ, είπε εκείνος και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Τούτη η στιγμή ήταν η πιό ειλικρινής, σκεφτόταν η Ηλέκτρα, καθώς εκείνος άνοιγε τη πόρτα του ταξί.
-Καλή νύχτα και καλή χρόνια.
-Να’σαι καλά.. σε παρακαλώ, είπε σιγά εκείνος αυτή τη φορά, και έκλεισε τη πόρτα.
Η βουή της πλατείας Μαβίλλη ξεμάκραινε καθώς η Ηλέκτρα κατηφόριζε τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και μια σκέψη καρφώθηκε στο κεφάλι της, μια σκέψη γνώριμη, μια σκέψη που την ακολουθεί πάντα: αν όλο αυτό ήταν ταινία, κάπου εδώ θα έπεφταν οι τίτλοι του τέλους και μια ανακούφηση θα ακολουθούσε την κλιμάκωση. Ομως η καθημερινότητα του έρωτα και άλλων δαιμονίων δεν τελειώνει, ίσως να μη κλιμακώνεται καν. Η μια στιγμή διαχέεται με την άλλη ώσπου όλα να γίνονται ένα και τα συναισθήματα να αναμιγνύονται μεταξύ τους και να φτιάχνουν τα πιο απίθανα κράματα. Σαν την χαρμολύπη! σκέφτηκε η Ηλέκτρα και χαμογέλασε. Ίσως τελικά η αδυναμία της Ηλέκτρας να είναι τούτα τα κράματα που κρύβουν μέσα τους όλη τη χαρά και τη θλίψη του κόσμου.